γκαζόζα

γκαζόζα
η
(λ. ιταλ.), αναψυκτικό που περιέχει αέριο και άρωμα λεμονιού: Ήπια μια γκαζόζα για να δροσιστώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γκαζόζα — και γαζόζα, η αεριούχο ποτό με οξυανθρακικό ύδωρ και χυμό λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gasosa, θηλ. τού επιθ. gasoso «αεριούχος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”